Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

... Φίδια στον Σκορπιό ...

*
Φίλιππος Φιλίππου
***
*
Μακελειό.com

*
Δύο κακοποιοί, ο ένας Ελληνας και ο άλλος Αλβανός, η ληστεία μιας τράπεζας, ο διευθυντής της τράπεζας που έχει κύκλωμα ενοικίασης γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη, η Ομόνοια και η Βάλια Κάλντα σ΄ ένα μυθιστόρημα δρόμου όπου παρουσιάζεται το αντιφατικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας

Δύο άντρες οπλισμένοι με "ούζι", ο Κάρλο και ο Εκτορας, και μια κοπέλα, η Σολ, Αλβανίδα, υπάλληλος σε κτηματομεσιτικό γραφείο, ληστεύουν επιτυχώς μια τράπεζα στη Νίκαια και εξαφανίζονται. Φεύγοντας, συμβουλεύουν τον φρουρό της τράπεζας να βρει μια «τίμια δουλειά, όπως ο υπόλοιπος κόσμος», μια προτροπή που μοιάζει ειρωνική, καθώς τη λέει ένας ληστής.

Από τη συγκεκριμένη φράση ο αναγνώστης συμπεραίνει πως η ίσως η συμπάθεια του συγγραφέα κλίνει προς τους ένοπλους ληστές και όχι προς τους ένοπλους που τηρούν την τάξη. Την ίδια στιγμή, κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, μια νεαρή, η Ρία, χαίρεται τη φύση κοντά στο δάσος, έχοντας ως μόνη συντροφιά τον σκύλο της τον Ρομπέν. Κολυμπάει γυμνή στα νερά στον ποταμό Αώο και είναι ευτυχισμένη, όταν αντιμετωπίζει ξαφνικά τη σκαιά επίθεση δύο ανδρών που φαίνονται κυνηγοί. Προτού προλάβουν να τη βιάσουν, εκείνη προλαβαίνει ν΄ αρπάξει το περίστροφο που κρύβει στην τσάντα της και να τους σκοτώσει. Συμπέρασμα δεύτερο: εκείνοι που τα βάζουν με ανυπεράσπιστες γυναίκες πρέπει να τιμωρούνται όπως τους αξίζει: παραδειγματικά. Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ο Κάρλο, ο αποκαλούμενος και Κομαντάντε, είναι Ελληνας και ο Εκτορας Αλβανός: ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου, όταν κάτι ρατσιστές-σκίνχεντ προσπάθησαν να τον σκοτώσουν επειδή είναι ξένος. Οι δυο τους έχουν γίνει φίλοι, ή μάλλον κάτι περισσότερο, φίλοι κι αδέλφια. Εκτός από τη Σολ, στην ομάδα, τη συμμορία, υπάρχει και δεύτερη γυναίκα, η Μι, με τσιγγάνικη καταγωγή: το επάγγελμά της είναι κούριερ. Τα μέλη της ομάδας έχουν ως πρότυπό τους τον Ρομπέν των Δασών, τον θρυλικό ήρωα που μοίραζε τα κλεμμένα λεφτά που έπαιρνε από τους πλούσιους στον κόσμο. Αυτόν κυρίως θαυμάζει ο αρχηγός, ο Κάρλο, ο οποίος θαυμάζει επίσης και τον Ζορό, τον υπερασπιστή των φτωχών και των αδικημένων. Η ομάδα-συμμορία είναι σαν μια οικογένεια, σ΄ αυτήν έχει προσκολληθεί και ένα πέμπτο άτομο, ο Σι, κλειδαράς το επάγγελμα, πρώην κλέφτης αυτοκινήτων. Οι δύο κοπέλες αποτελούν ερωτικό ζευγάρι και οι άντρες σέβονται απολύτως αυτή την ιδιαιτερότητα. Ωστόσο κανείς δεν ξέρει τα πραγματικά τους ονόματα, τηρούν με ευλάβεια τους κανόνες συνωμοτικότητας, οπότε δεν είναι δυνατόν να υποψιαστεί κάποιος πως την παρέα τους την αποτελούν «λεσβίες, Τσιγγάνοι, Αλβανοί και ληστές τραπεζών».
Στην πραγματικότητα ο Κάρλο λέγεται Μάρκος. Είναι μοναχικός, κυκλοφορεί με μια μοτοσικλέτα, ένας σύγχρονος easy rider, δεν έχει ερωτικούς δεσμούς και ακούει μπλουζ, Μπίλι Χολιντέι, Νίνα Σιμόν, Τομ Γουέιτς, Λέοναρντ Κοέν, Τζόνι Κας. Ο Κάρλο/Μάρκος είναι αυτός που εξαιτίας των ποικίλων ευαισθησιών του οδηγεί την άγρια συμμορία, την αποτελεσματική ομάδα, στην καταστροφή. Ολα αρχίζουν όταν ο ιδεαλιστής ήρωας βρίσκεται τυχαία σ΄ ένα κακόφημο επαρχιακό κέντρο, τον «Σκορπιό», όπου εκδίδεται μια Ρωσίδα, η Ιλεάνα. Εξοργισμένος από τις συνθήκες της ζωής της, αποφασίζει να την πάρει από εκεί- την κατακρατούν παρά τη θέλησή της- και, πράγματι, αφού παραστήσει τον πελάτη, καταφέρνει να την απελευθερώσει και να τη φέρει στην Αθήνα, όπου την εγκαθιστά σ΄ ένα ξενοδοχείο. Μετά την επιβιβάζει σ΄ ένα καράβι για το εξωτερικό και αυτός, ικανοποιημένος που έκανε μια καλή πράξη, μια οφειλόμενη καλή πράξη, σύμφωνη με την ιδεολογία του, τραβάει για τη Βάλια Κάλντα, στήνει μια σκηνή και συναντά τη Ρία, με την οποία γίνονται ζευγάρι. Ζουν μαζί αρκετούς μήνες, σαν πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο, μέσα στο πράσινο, χωρίς έγνοιες, με ωραίες μουσικές, γλυκιά ζέστη, δροσερά νερά και πολύ σεξ, χορό, κοκτέιλ, διαβάζοντας "Το νησί των θησαυρών", μακριά από την τύρβη της καθημερινότητας. Και ξαφνικά ο Μάρκος παίρνει ένα μήνυμα στο κινητό του. Χωρίς να πει λέξη στη σύντροφό του, την εγκαταλείπει και κατεβαίνει στην Αθήνα: πάνω απ΄ όλα βρίσκεται το καθήκον. Διότι η άλλη συμμορία, εγκληματική και παρακρατική ταυτόχρονα (νονοί της νύχτας, σωματέμποροι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί και ακροδεξιοί μπράβοι), που εδρεύει στον «Σκορπιό», αδυνατώντας να δεχθεί την απαγωγή της Ιλεάνας, παίρνοντας πληροφορίες από αστυνομικούς, βασανίζει και σκοτώνει τον Εκτορα που αρνείται να καταδώσει τους φίλους του. Ο Μάρκος θεωρεί ότι οφείλει να εκδικηθεί τον θάνατό του, και έτσι, αντιμετωπίζοντας τον σκεπτικισμό, μα και για πρώτη φορά την εχθρότητα κάποιων μελών της ομάδας του, της ντριμ τιμ, ετοιμάζει τη μάχη ανάμεσα σε αυτούς τους περιθωριακούς και στους άλλους, τους ευυπόληπτους πολίτες, οι οποίοι πιστεύουν πως σ΄ αυτή την κοινωνία «ηθικό είναι ό,τι είναι νόμιμο». Το ίδιο πιστεύει και ο διευθυντής της ληστευθείσας τράπεζας, ο «αξιότιμος» Ισίδωρος Ρουμφέκης, επαγγελματικά καταξιωμένος (όπως και η σύζυγός του, σύμβουλος στο υπουργείο Ανάπτυξης), που ειδικεύεται στην ενοικίαση γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη για την ικανοποίηση των ερωτικών αναγκών του.

Το κεφάλαιο που πραγματεύεται την τελική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, δηλαδή ανάμεσα σε δύο κόσμους διαμετρικά αντίθετους, τιτλοφορείται «Μακελειό. com», έχει ως μότο τη φράση του Χο Τσι Μινχ «Τα ποιήματα του καιρού μας / πρέπει να γραφτούν με σφαίρες» και θυμίζει τη σφαγή που περιγράφει ο Ντάσιελ Χάμετ στον "Κόκκινο θερισμό". Χρησιμοποιώντας παρόμοια μότο στα επί μέρους κεφάλαια, όπως «Το γεγονός έχει κι αυτό την εξήγησή του και η εξήγηση τη δική της- έτσι είναι αυτά τα θέματα», από το δοκίμιο "Η απλή τέχνη του φόνου" του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Μουζουράκης παρουσιάζει ένα άκρως πολιτικό θρίλερ, όπου στην πλοκή καταλυτικό ρόλο παίζει η Ρία (από το Ελευθερία), μια ανεξάρτητη από κάθε άποψη νέα γυναίκα, η οποία μολονότι σκοτώνει - σκοτώνει όμως «κακούς»- εκστομίζει την εξής φράση: «Η ζωή, όχι μόνο η ανθρώπινη, είναι η πιο σημαντική αξία, αλλά δεν είναι ευταξία.Υπάρχουν άνθρωποι που τους άξιζε να ζήσουν κι έχουν πεθάνει. Και υπάρχουν πολλοί που έπρεπε να ΄χουν πεθάνει από καιρό και παρ΄ όλ΄ αυτά ζουν».

Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί με μαεστρία το πορτρέτο της σύγχρονης Ελλάδας. Από τη μια μεριά βρίσκονται η Αθήνα, η Ομόνοια, η μόλυνση, οι μετανάστες, τα ναρκωτικά, οι επίορκοι αστυνομικοί, οι μπράβοι, οι κάτοικοι της μεγαλούπολης, «Ανθρωποι που προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους στριμωγμένοι σε μικρά τσιμεντένια διαμερίσματα, που γέμιζαν το κεφάλι τους με τόνους τηλεοπτικών σκουπιδιών». Από την άλλη υπάρχει η φύση, τα βουνά, τα δέντρα, τα νερά, ο καθαρός αέρας, η ξενοιασιά, η μουσική. Αν και ομάδα των ληστών ηττάται, στο τέλος έχει αποδοθεί δικαιοσύνη, πράγμα που αφήνει ικανοποιημένο τον αναγνώστη, ο οποίος αναμένει το επόμενο εγχείρημα του Μουζουράκη, ο οποίος έγραψε ένα αιματηρό road novel που, εκτός από μυθιστόρημα hardboiled, θυμίζει γουέστερν του Σαμ Πέκινπα ή σύγχρονη ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, όπως το «Ρulp Fiction».

Ο ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Κώστας Μουζουράκης ασχολείται με τη συντήρηση έργων τέχνης, ενώ παράλληλα συμμετέχει ως κιθαρίστας σε μουσικά σχήματα. Κατά καιρούς έχει εργαστεί ως μπάρμαν, ηλεκτρολόγος, διακοσμητής, αποθηκάριος, πλανόδιος μουσικός, αφισοκολλητής, διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων, ταχυμεταφορέας, σερβιτόρος, μεταφορέας χαλιών και βιβλιοδέτης. Επομένως, ο Κώστας Μουζουράκης, που γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και μεγάλωσε στους Αγίους Θεοδώρους Αλμυρού του Νομού Μαγνησίας, γνωρίζει καλά τόπους και επαγγέλματα, στέκια και ανθρώπινες συμπεριφορές. Από το Διαδίκτυο αντλούμε και άλλες πληροφορίες: ο συγγραφέας συμμετέχει σε αντιρατσιστικές εκδηλώσεις και είναι ακτιβιστής που αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιότητα η οποία του δίνει την ευκαιρία να γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις οι οποίες περιγράφονται στο μυθιστόρημά του.
---
Σημ.: την εικονογράφηση επιμελήθηκαν οι Stavrovelonies

Δεν υπάρχουν σχόλια: